σανσεβιέρια

σανσεβιέρια
Γένος φυτών της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, όλα τροπικά (Αφρική, Ινδία). Τα φυτά αυτά διακρίνονται ιδιαίτερα για τα κομψά, σκληρά, όρθια φύλλα τους, με τις ωραίες λευκές ή κίτρινες εγκάρσιες ραβδώσεις ή κυματισμούς, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά εσωτερικών χώρων (διαμερίσματα, προθήκες καταστημάτων, είσοδοι πολυκατοικιών κλπ.)· Από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες, η πιο διαδομένη είναι η κοινότατη σανσεβιέρια της Γουινέας, με φύλλα επίπεδα, έντονα πράσινα με εγκάρσιες ανοιχτόχρωμες ζώνες, η σ. η μεταλλική με χρώμα πράσινο αργυρόφαιο, η σ. η λαουρέντιος, της οποίας τα ανοιχτοπράσινα φύλλα φέρουν ωχροκίτρινη ταινία κατά μήκος των χειλέων, η σ. η κυλινδρόφυλλη και η σ. η καναλικουλάτα, που έχουν φύλλα κυλινδρικά. Στις χώρες της καταγωγής τους, όπου τα φυτά, ευνοημένα από το κλίμα, αποκτούν μεγαλύτερο ύψος, καλλιεργούνται, μαζί με άλλα παρόμοια τροπικά, λαριίδες, όπως η γιούκα και η δράκαινα, για την ανθεκτική κλωστική ίνα που παράγουν. Στα θερμοκήπια όπου καλλιεργούνται και καμιά φορά στα διαμερίσματα, δεν είναι σπάνιο να ανθίσουν. Τα άνθη τους, που έχουν βοτρυωτή διάταξη, έχουν 6 σέπαλα, στενά, λευκοπρασινωπά και είναι ευοσμότατα. Φυτά σανσεβιέρας της ποικιλίας σανσεβιέρα η κυλινδρόφυλλη.
* * *
η, Ν
βοτ. βλ. σανσεβιέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σανσεβιέρα — ή σανσεβιέρια ή σανσεβερινία, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγαυίδες τής τάξης λιλιώδη, με 60 περίπου είδη που απαντούν στην Ασία και στην Αφρική, μερικά από τα οποία περιέχουν στα φύλλα τους ανθεκτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”